
Διόνυσος
Διόνυσος
Ο Διόνυσος, μήτε άνδρας ούτε παιδί, αλλά ένας αιώνιος έφηβος. Κινούμενος αιωνίως ανάμεσα στα όρια αυτά αντιπροσωπεύει τη μεταμορφωτική δύναμη του παιχνιδιού. Κατεργάρης, πονηρός, αλλά και αποστασιοποιημένος από τους υπόλοιπους Ολύμπιους Θεούς. Γνωστός και ως Ίακχος ή Βάκχος φέρει ένα πλήθος επιθέτων που μας βοηθούν να πάρουμε μια γεύση της φύσης του.

- Άγριος – που ζει στους αγρούς
- Άνθιος – ο θεός των φυτών
- Αδωνεύς – από το σημιτικό Αδωνάι, που σημαίνει θεός
- Αιγοβόλος – στον οποίο θυσιάζονται αίγες
- Αισυμνήτης – που κυβερνά τη μοίρα
- Ακρατοφόρος – ο φέρων τον άκρατο οίνο
- Ακόρητος – ακόρεστος
- Βρισαίος – που λατρεύεται στη Βρίσα της Λέσβου
- Βρόμιος – θορυβώδης
- Βουγενής – που γεννήθηκε από βουν
- Δενδρίτης – του δένδρου
- Θέοινος – ο θεός του κρασιού
- Λικνίτης – της βρεφικής κούνιας
- Λυαίος – που ελευθερώνει από τα βάσανα
- Μελάναιγις – που φέρει δέρμα μαύρης αίγας
- Οβριμόθυμος – ορμητικός
- Οινοδότης – που προσφέρει οίνο
- Οίνοψ – που έχει το χρώμα του σκούρου οίνου
- Χθόνιος – της γης
- Χρυσοκόμης – ξανθόμαλλος
Η μυσταγωγία του Διονύσου
Ο Διόνυσος είναι ο Θεός των θρησκευτικών μυστηριακών δρώμενων, όπως αυτά που τελούνταν προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης στην Ελευσίνα. Στα Μυστήρια αυτά οι συμμετέχοντες γίνονταν κοινωνοί κοσμικών παράδοξων και ερχόταν σε επαφή με μύθους με βιωματικό τρόπο. Στις μυστηριακές αυτές τελετές όσοι τα τελούσαν φορούσαν προσωπεία και ήταν ντυμένοι με τομάρια ζώων.
Για τους αρχαίους Έλληνες το προσωπείο (persona, δηλαδή ηχώ μέσα από κάτι) συμβόλιζε την ένωση των δύο σε ένα. Ο ηθοποιός που φορούσε το προσωπείο ήταν ταυτόχρονα ο εαυτός του αλλά και αυτός που υποδυόταν. Ο ηθοποιός ήταν η φωνή πίσω από το προσωπείο. Το προσωπείο ήταν ο συνδετικός κρίκος των δύο ταυτοτήτων, η πύλη μεταξύ δύο κόσμων.
Ο Διόνυσος είναι ο περίφημος Θεός του οίνου, της μεθυστικής του επίδρασης σε κοινωνικό αλλά και μυστηριακό επίπεδο. Γεμάτος ζωτική ενέργεια, σχετιζόταν με τη φυσική δύναμη που αναδύεται στα αναπτυσσόμενα δέντρα και στα κλίματα. Ήταν προστάτης της γεωργίας, αλλά και φορέας του πολιτισμού καθώς και Θεός του θεάτρου.
Προέλευση
Κάποιοι μελετητές πιστεύουν πως ο Διόνυσος, με τη μορφή που καθιερώθηκε, αποτελεί ένα κράμα μιας Ελληνικής τοπικής Θεότητας και ενός πιο ισχυρού Θεού της Θράκης ή της Φρυγίας, του Σαβάζιου. Ο Σαβάζιος ήταν Θεός των ιππέων, των νομάδων, της βλάστησης και των σιτηρών. Η λατρεία του είχε αρκετά παράξενα στοιχεία. Οι πιστοί του χόρευαν κρατώντας ιερά φίδια και τις νύχτες γιόρταζαν τον «Μυστικό Γάμο» των μυημένων με το Θεό. Η λατρεία του διαδόθηκε στη Ρώμη και από εκεί σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (2 π.Χ.)
Το όνομα του Διόνυσου αναφέρεται σε πινακίδες Γραμμικής Β’ των Μυκηνών (12 π.Χ). Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως ο Θεός αυτός δεν είναι απλά ένας εξωτικός και εισαγόμενος ανατολίτικος Θεός. Όμως λόγω αυτής του της περιθωριακής του φύσης, της οριακής του παρουσίας μεταξύ κόσμων και καταστάσεων ήταν και θα είναι πάντα ένας Θεός τόσο οικείος όσο και παράξενος, τόσο κοντινός όσο και μακρινός.
Οι μορφές του Διονύσου
Ο Διόνυσος παρουσιάζεται συχνά ως μασκοφόρος και κρατώντας έναν θύρσο, περιτριγυρισμένο από Μαινάδες, Σατύρους, Σελινούς και Νύμφες. Το αμπέλι και ο κισσός είναι τα ιερά του φυτά, καθώς και η συκιά. Το κουκουνάρι στην κορυφή του θύρσου του τον συνδέει με τη Θεά Κυβέλη, ενώ η σχέση του με το ρόδι τον συνδέει με της Θεές Δήμητρα και Περσεφόνη.

Η λατρεία του σχετίζεται με εορτασμούς βλάστησης και γονιμότητας κατά τις οποίες ο οίνος έχει εξέχουσα θέση. Η ιερή τρέλα, η οργιαστική φρενίτιδα και η έκσταση είναι η πεμπτουσία των τελετών του. Οι γιορτές προς τιμήν του ήταν τα Κατ΄αγρούς Διονύσια, τα Λήναια, τα Ανθεστήρια και τα μεγάλα Διονύσια.
Οι κυριότερες λατρευτικές μορφές του είναι από τη μια ο φαλλός, το δέντρο και ο ταύρος, μέσω των οποίων εκφράζεται η σύνδεσή του με την γονιμότητα, τις αγροτικές καλλιέργειες και την άμπελο. Από την άλλη ο ενθουσιαστικός Διόνυσος, αυτός που φέρει το θύρσο και τη δάδα και πλαισιώνεται από τις Μαινάδες, της Βάκχες, τις Θυιάδες και τους Σατύρους. Τέλος είναι και η τρίτη του μορφή, η αρχαιότερη, ο επονομαζόμενος Ζαγρεύς, ο μέγας κυνηγός, γιός του καταχθόνιου Διός και της Περσεφόνης.
Ορφικός ύμνος στο Διόνυσο
«Κικλήσκω Διόνυσον ἐρίβρομον, εὐαστῆρα, πρωτόγονον, διφυῆ, τρίγονον, Βακχεῖον ἄνακτα, ἄγριον, ἄρρητον, κρύφιον, δικέρωτα, δίμορφον, κισσόβρυον, ταυρωπόν, Ἀρήιον, εὔιον, ἁγνόν, ὠμάδιον, τριετῆ, βοτρυηφόρον, ἐρνεσίπεπλον. Εὐβουλεῦ, πολύβουλε, Διὸς καὶ Περσεφονείης ἀρρήτοις λέκτροισι τεκνωθείς, ἄμβροτε δαῖμον• κλῦθι, μάκαρ, φωνῆς, ἡδὺς δ᾽ ἐπίπνευσον ἀμεμ[φ]ής εὐμενὲς ἦτορ ἔχων, σὺν ἐυζώνοισι τιθήναις.
«Καλώ τον βροντόφωνο Διόνυσσο, που φωνάζει “ευαί”, τον αρχέγονο, τον διφυή, τον τριτότοκο, τον Βάκχειο άνακτα, τον άγριο, τον άρρητο, τον κρύφιο, τον δικέρωτα, τον δίμορφο, τον σκεπασμένο με κισσό, τον ταυρόμορφο, τον πολεμικό, που φωνάζει “ευοί”, τον αγνό, τον ωμοφάγο, τον τριετή, τον βοτρυηφόρο, τον περιβαλλόμενο με βλαστούς. Ευβουλέα, πολύβουλε, που τεκνώθηκες από τον Δία και την Περσεφόνη σε άρρητο γάμο, αθάνατε θεέ. Άκουσε, μακάριε, την φωνή μας, και πνεύσε επάνω μας ηδύς και πράος, με ευμενή καρδιά, μαζί με τις εύζωνες τροφούς σου.»
Η σταδιακή παρακμή της θεομορφής
Ο Διόνυσος, κατά την Αρχαϊκή και Κλασσική εποχή, λατρεύεται ως θεός της έκστασης, της θείας μανίας, του κρασιού, του θεάτρου, της φύσης και της μυσταγωγίας. Είναι μια βαθιά μυστηριακή και πολυδιάστατη μορφή, συχνά συνδεδεμένος με την υπέρβαση της ανθρώπινης κατάστασης, το τραγικό και το αποκαλυπτικό. Είναι τότε που διαμορφώνονται τα Διονυσιακά Μυστήρια, οι Βάκχες του Ευριπίδη και η καθιέρωση των Μεγάλων Διονυσίων στην Αθήνα.
Κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή εποχή ο Διόνυσος υιοθετείται από τους Ρωμαίους ως Bacchus, αλλά η μορφή του αρχίζει να ελαφραίνει και να αποκτά πιο διασκεδαστικά και επιφανειακά στοιχεία: γλέντια, παρωδίες, “Βακχικές” πομπές με Σειληνούς και Σάτυρους. Παρατηρούμε πως στη φάση αυτή ήδη ξεκινά η σταδιακή απομυθοποίηση του, καθώς μετατρέπεται σε σύμβολο απελευθέρωσης και ηδονής χωρίς απαραίτητα το υπερβατικό πλαίσιο της αρχικής λατρείας.
Στην Υστεροαρχαϊότητα και την πρώιμη Χριστιανική περίοδο, η μορφή του Διονύσου δαιμονοποιείται ή γελοιοποιείται. Η σχέση του με το κρασί, την έκσταση και τη σεξουαλικότητα συγκρούεται με την αναδυόμενη ηθική του ασκητισμού. Εμφανίζονται παραστάσεις που τον παρουσιάζουν με πιο υπερβολικά και σατιρικά χαρακτηριστικά, ενώ η ουσία του ως θεός της υπέρβασης χάνεται κάπου στο βάθος.
Στο Μεσαίωνα και την Αναγέννηση ο Διόνυσος ξεχνιέται ως ιερή μορφή. Οι αναφορές του επιβιώνουν κυρίως μέσα από την ελληνορωμαϊκή γραμματεία που επανέρχεται στην Αναγέννηση, αλλά αντιμετωπίζεται πλέον ως αλληγορική φιγούρα απόλαυσης και μεθυστικής ζωής. Πλέον παγιώνεται η εικόνα του “καλοπερασάκια, χοντρού μέθυσου με στεφάνι από κλήματα“, ειδικά στη δυτική τέχνη και λογοτεχνία.
Ωστόσο, στον εσωτερικό κύκλο των μυητικών ρευμάτων, όπως ο Ερμητισμός, το Θέλημα ή ο Νεοπαγανισμός, ο Διόνυσος επανέρχεται ως αρχαϊκή δύναμη της έκστασης, της ελευθερίας, της θείας μέθης και του κύκλου θανάτου και αναγέννησης.
Οι σύγχρονοι μύστες
Στις μέρες η παρακαταθήκη του για τους περισσότερους είναι ο οίνος και το θέατρο. Όμως οι Νεοπαγανιστές και οι Wiccans τον τιμούν ως έναν μυστηριακό και εκστατικό Θεό που ήξερε να περιδιαβαίνει διαφορετικές πραγματικότητας με μεγάλη ευκολία και να καλεί τους τολμηρούς να γίνουν κοινωνοί των μυστηρίων του και να γευτούν λίγο από τη θεϊκή του υπόσταση. Στις σύγχρονες λατρευτικές μαζώξεις μας έχουμε τον οίνο, προσφορά στις θεότητες που λατρεύονται αλλά και προς κατανάλωση κατά το ευχαριστήριο μέρος των τελετών μας. Έχουμε ακόμη την τελετουργική περιβολή, τη μουσική, το τραγούδι και τον εκστατικό χορό. Ας κρατήσουμε λοιπόν τα δώρα του Διονύσου και ας τα χρησιμοποιήσουμε για την ψυχική ανάταση που τόσο ποθούμε!
Πηγές:
- Danielou, Alain, 1982, Shiva and Dionysus, trans. K.F. Hurry, Inner Traditions International, New York.
- Godwin, Joscelyn, 1981, Mystery Religions in the Ancient World, Thames and Hudson, London.
- Harrisson J. E. 2003, Προλεγόμενα στη μελέτη της ελληνικής θρησκείας: Ο θεός Διόνυσος, (μτφρ. Ε. Παπαδοπούλου), Ιάμβλιχος, Αθήνα.
- Κακριδής Ι. Θ. (επιμ.) 1986, Ελληνική μυθολογία, τομ. Β’, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
- Otto, Walter F., 1965, Dionysus: Myth and Cult, trans. Robert Palmer, Indiana University Press, Bloomington and London.
- Παπαχατζής N. 1989, «Διόνυσος» στο Παγκόσμια Μυθολογία, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα.
- Segal, Charles 1982, Dionysiac Poetics and Euripides’ Bacchae, Princeton University Press, Princeton.
- Γιάγκος Ανδρεάδης, Ο Διόνυσος: Ιστορία της λατρείας του Βάκχου, Τα Ιστορικά, τομ.3, τ/χ.5 (Ιούνιος 1986),σελ.183-195
- Όττο Βάλτερ: ΔΙΟΝΥΣΟΣ – ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ
- Παναγής Λεκατσάς : Διόνυσος, Καταγωγή και εξέλιξη της διονυσιακής θρησκείας
- Emmy Patsi-Garin: Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, εκδ. οίκος «Χάρη Πάτση», Αθήνα 1969, σελ. 665
Υπαρχει σθνδεση και με τον Ζαγρευς οπου κατα μια εκδοχη οταν οι τιτανες σκοτωσαν τον Ζαγεα η θεα Αθηνα καταφερε να σοσει την καρδια του την οποια την εδωσε στον Δια και εκεινος στη Σεμελη οπου και αναγεννηθικε ως Διονυσος.
Καπως ετσι αποκτα και πιο χθονια υποσταση και εχει μεγαλυτερη συνδεση με την Περσεφονη οντας η πρωτη του μητερα.
Πολύ ενδιαφέρουσα η σύνδεση που έκανες Κωνσταντίνε! Ίσως θα σε ενδιέφερε να ρίξεις μια ματιά και στο άρθρο ‘Μαινάδες” που σχετίζεται με το παρόν άρθρο! Θα χαρώ να διαβάσω και τις σκέψεις σου για εκείνο!