La Llorona
«Το πιο τρομακτικό κομμάτι δεν ήταν πως η Llorona ήταν ένα τέρας ή πως θα έρθει αν καλέσεις το όνομά της τρείς φορές στο σκοτάδι ή πως θα μπορούσε να έρθει στο δωμάτιό σου τη νύχτα και να σε σύρει από το κρεββάτι σου όπως έκανε με τα δικά της παιδιά. Είναι πως κάποτε υπήρξε ένα άτομο, μία γυναίκα, μία μητέρα. Και τότε, σε μια στιγμή, εν ριπή οφθαλμού ήταν ένα τέρας.»
~Jaquira Diaz
Οι πρώτες ακτίνες του ήλιου χάιδεψαν το πρόσωπό μου καθησυχαστικά. Όλα ήταν απολύτως φυσιολογικά ή μήπως όχι. Τι απέγινε εκείνη η γυναίκα με το μακρύ μαύρο δαντελωτό φόρεμα και τα μεγάλα υγρά μάτια; Ω! εκείνα τα μάτια τα γεμάτα θλίψη και οργή! Εκείνη η γυναίκα μπορούσε να καθηλώσει οποιονδήποτε με εκείνο το βλέμμα.
Θυμάμαι βρισκόμουν στο δάσος, έκανε κρύο και έχει υγρασία. Το έδαφος ήταν υγρό και κάπου κοντά ακουγόταν το κελάρυσμα ενός ποταμού. Πώς να είχα άραγε βρεθεί εκεί μονάχη μέσα στην άγρια νύχτα, Οκτώβρη μήνα; Μπροστά μου η καταχνιά έπεφτε παντού σχεδόν απειλητικά. Μια παιδική φωνή αντήχησε μέσα από τα δέντρα. Παράξενο μου είχε φανεί μέσα στο όνειρό μου, αλλά ξέρετε τώρα πως είναι τα όνειρα, έχουν τη δική τους λογική. Και ακριβώς αυτή η παιδική φωνή λειτούργησε σα συναγερμός. Έσφιξα τις γροθιές μου και ξεροκατάπια, αλλά συνέχισα να προχωρώ ίσα μέσα από την καταχνιά.
Η αίσθηση του κρύου και της υγρασίας κατέκλισαν όλη μου την ύπαρξη, σχεδόν πονούσα από το κρύο. Η καρδιά μου βούλιαξε σε μια απέραντη θλίψη. Αναρωτήθηκα τι μου συνέβη, γιατί ένιωθα έτσι. Δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος για να νιώθω θλίψη. Ω! τι αβάσταχτο συναίσθημα. Θα μπορούσα να πεθάνω! Κάθε επιθυμία για ζωή γλίστρησε θαρρείς από μέσα μου. Θα πεθάνω… σκέφτηκα και ξεκίνησα να βαδίζω προς τα εκεί από όπου ακουγόταν το κελάρυσμα του νερού. Οι γροθιές μου σαν να παρέλυσαν, τα χέρια μου κρέμασαν στο πλάι. Δεν μ ένοιαζε τίποτα πιά… είχα παραδοθεί σε ό,τι κι αν ήταν αυτό που είχε κυριεύσει το δάσος. Θα πέθαινα!
Ένιωσα ένα χέρι παγωμένο και οστέινο να μ’ αγγίζει στον ώμο. Παρέλυσε όλο μου το κορμί. Το ποτάμι στα αριστερά μου με καλούσε, θα βυθιζόμουν μέσα του. Σχεδόν χωρίς να καταλάβω το πώς, στράφηκα να αντικρίσω σε ποιόν άνηκε το χέρι. Μαύρο δαντελένιο βέλο κάλυπτε το πρόσωπο της. Το δέρμα της ήταν σχεδόν διάφανο και τα κόκαλα ξεχώριζαν κάτω από αυτό. Ήταν πανέμορφη! Τα μάτια της μιλούσαν με το δικό τους τρόπο και λέγανε λόγια οργής και αβάσταχτου πόνου. Τα ‘χα χάσει. Ήθελα να της μιλήσω. Φοβόμουν με κάθε μου κύτταρο αλλά κάτι άλλο μέσα μου μαγνητιζόταν από τα τρομερά της μάτια.
Ξάφνου εκείνη έβγαλε μια τρομερή κραυγή, κάτι μεταξύ λυγμού και θρήνου, ο χρόνος σταμάτησε και πριν προλάβω καλά-καλά να καταλάβω τι μου συνέβη με τύλιξε το απόλυτο σκοτάδι. Όμως τώρα πια δεν υπήρχε πουθενά ο τρόμος. Και … ναι ήταν ζεστά. Το φως άρχισε να διαλύει το σκοτάδι. Άνοιξα τα μάτια μου, ήμουν στο κρεββάτι. Ήταν πρωί. Έφτιαξα καφέ και έβαλα μουσική. Η τρομερή γυναίκα με το βέλο δεν έλεγε να αφήσει τη σκέψη μου.
«Todos me dicen el negro, Llorona, negro, pero cariñoso.»
(Όλοι με φωνάζουν μαύρη, Llorona, μαύρη αλλά αξιαγάπητη)
Τότε άρχισα να προσέχω τι έλεγε ο στοίχος του τραγουδιού που ακουγόταν. Η Llorona (Γιορόνα)! Μα βέβαια! Η γυναίκα που θρηνεί! Ξάφνου όλα ξεκαθάρισαν στο μυαλό μου. Ψες το όνειρό μου με οδήγησε σε αυτήν! Ήξερα τι έπρεπε να κάνω, θα έγραφα κάτι για εκείνην.
Η Llorona είναι ένα πνεύμα, ένα φάντασμα της νοτιοαμερικανικής κουλτούρας και μοιάζει αρκετά με τις Banshees (Μπάντσιζ, στον ενικό Μπάντσι) της Ιρλανδίας και άλλων περιοχών με Γαελική παράδοση. Έχει όμως και πολλά κοινά και με τη Λάμια της Ελληνικής παράδοσης, τη Βασίλισσα της Λιβύης και κόρη του Ποσειδώνα, η οποία απέκτησε παιδιά με το Δία και γι’ αυτό η Ήρα από τη ζήλια της τα σκότωσε. Έκτοτε μεταμορφώθηκε σε δαίμονα που τριγυρνάει άυπνο από τον πόνο και τη θλίψη και σκοτώνει παιδιά άλλων γυναικών.
Η Llorona τριγυρνάει σε περιοχές με έντονο το υδάτινο στοιχείο και θρηνεί για τον χαμό των παιδιών της από πνιγμό. Σε μια τυπική εκδοχή του μύθου, το πνεύμα αυτό άνηκε σε μια πανέμορφη κοπέλα, τη Μαρία, η οποία αποκτά δύο παιδιά από τον ευκατάστατο σύζυγό της, ο οποίος όμως την απατά. Εκείνη σε μια έκρηξη ζήλιας και εκδικητικότητας πνίγει τα παιδιά τους στο νερό και μόλις συνειδητοποιεί την πράξη της το μετανιώνει, αλλά είναι πλέον αργά για να τα σώσει και πνίγεται και η ίδια. Όμως δεν γίνεται δεκτή στη μεταθανάτιο ζωή χωρίς τα παιδιά της και έτσι εγκλωβίζεται μεταξύ των δύο κόσμων ψάχνοντας για τα παιδιά της και θρηνώντας. Κάποιοι ισχυρίζονται πως έχει τη δύναμη να παρασέρνει παιδιά και να τα πνίγει ή πως επιτίθεται σε άπιστους συζύγους. Για το λόγο αυτό βάζουν ξύλινους σταυρούς πάνω από τις πόρτες των σπιτιών τους, για να προστατεύονται από το πνεύμα αυτό.
Ενώ οι ρίζες του μύθου της Llorona χάνονται στην προ-Ισπανική λατινική Αμερική, οι πρώτες γραπτές αναφορές σε αυτήν γίνονται μέσω της έκδοσης ενός σονέτου του 19ου αιώνα, από τον Μεξικανό ποιητή Manuel Carpio. Στο ποίημα δεν υπάρχει καμμιά αναφορά σε παιδοκτονία. Σε αυτό η Llorona είναι το φάντασμα μιας γυναίκας με το όνομα Rosalia, η οποία δολοφονήθηκε από τον σύζυγό της.
Παρόλο που το ποίημα αναφέρεται σε μια ερωτική ιστορία, έχει συνδεθεί περισσότερο με το θάνατο, τους νεκρούς, τη θλίψη και τον πόνο της απώλειας που ριζώνει στη ψυχή. Έτσι συνηθίζεται να ακούγεται στη γιορτή Dia de los Muertos (Ημέρα των Νεκρών) των λατινοαμερικάνικων χωρών που συνάδει με το Sahmain των Wiccans και τη Γιορτή των Αγίων Πάντων των Καθολικών ή το Halloween των Χριστιανών γενικώς. Η Llorona απεικονίζεται συνήθως ως γυναίκα ντυμένη στα ολόλευκα ή ολόμαυρα και καλυμμένη με βέλο να τριγυρνάει σε μέρη που το νερό δεσπόζει ή σε νεκροταφεία.
Σταματάω να γράφω και χαμογελάω. Ναι, έχει ικανοποιηθεί Εκείνη. Το νιώθω…Έκανα αυτό που ζητούσε από μένα.
Πηγές:
- Wikipedia
- La Llorona -Manuel Carpio
- Ordinary Girls -Jaquira Diaz
Πολύ όμορφο κείμενο, με ταξίδεψε, είδα το ποτάμι το δάσος, όλες τις εικόνες. Αλλά το πιο όμορφο και συγκινητικο ηταν το τέλος “έχει ικανοποιηθεί Εκείνη”…